- συντομίζω
- Α [σύντομος](κατά το λεξ. Σούδα) «συντέμνω, συνάγω συντόμως».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συντόμισον — συντομίζω aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντομίσας — συντομίσᾱς , συντομίζω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)